- ξεκαλούπωμα
- το снимание формы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκαλούπωμα — το ατος, το βγάλσιμο, η αφαίρεση των καλουπιών (τύπων) της οικοδομής που χτίζεται: Το ξεκαλούπωμα γίνεται αφού δέσει το μπετόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαλούπωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαλουπώνω, η αφαίρεση τών καλουπιών … Dictionary of Greek